Βρείτε μια συνοπτική βιβλιογραφία για την τέχνη της εποχής.
Με την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1453, ξεκίνησε μια νέα καλλιτεχνική περίοδος για τους Έλληνες υπό Οθωμανική κυριαρχία. Η τέχνη αυτής της νέας εποχής, διατηρούσε ακόμη πολλά από τα καλλιτεχνικά χαρακτηριστικά της Βυζαντινής Περιόδου και γι’ αυτό ονομάστηκε από τους ιστορικούς «Τέχνη της Μεταβυζαντινής Περιόδου». Κατάφερε μάλιστα να επιβιώσει σε γενικές γραμμές μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα στις περιοχές που δεν περιλήφθηκαν με την ίδρυση του Νέου Ελληνκού Κράτους, όπως η Μακεδονία. Η αρχιτεκτονική και οι τοιχογραφίες των χριστιανικών ναών, τα ξυλόγλυπτα και τα λιθανάγλυφα καθώς και η τέχνη των φορητών εικόνων, ήταν ορισμένες από τις εκφάνσεις της Μεταβυζαντινής Τέχνης. Πυρήνας της ήταν η εκκλησιαστική ζωγραφική, η οποία εξακολουθούσε τουλάχιστον έως τα μέσα του 18ου αιώνα να είναι συντηρητική στην τεχνοτροπία και να βασίζεται εικονογραφικά στην βυζαντινή παράδοση. Σημαντική ωστόσο την ίδια περίοδο ήταν και η άνθηση της κοσμικής τέχνης η οποία φέρει μεν τις τεχνικές της εκκλησιαστικής διακοσμητικής εμπλουτίζεται όμως από την οθωμανική τέχνη και τη λαϊκή τέχνη της κάθε περιοχής. Βαθμιαία οι καλλιτεχνικές εξελίξεις της Δύσης άρχισαν να επιρεάζουν τους έλληνες ζωγράφους και παραγγελιδότες, ειδικά αυτούς που ταξίδευαν στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη. Μέσω του εμπορίου πολλά νέα στοιχεία άρχισαν να διεισδύουν τόσο στη θρησκευτική όσο και στην κοσμική τέχνη της εποχής. Νέα εικονογραφικά θέματα, καινοτόμες τεχνικές και νέα υλικά έδωσαν σταδιακά στους καλλιτέχνες μεγαλύτερη ελευθερία στον τρόπο με τον οποίο εκφράζονταν και δημιουργούσαν, βοηθώντας τους να ξεπεράσουν τους αυστηρούς κανόνες της Βυζαντινής παράδοσης και να προετοιμάσουν το έδαφος για μία νέα τέχνη, εμποτισμένη από το πνεύμα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.
Στη διάρκεια της μεταβυζαντινής περιόδου, πολλοί χριστιανοί που ζούσαν στον ελληνικό χώρο κάτω από την οθωμανική κυριαρχία, προσπαθούσαν να προστατευτούν από τις επιδρομές ατάκτων. Γι’ αυτό επέλεγαν να κατοικήσουν σε περιοχές στις οποίες μπορούσαν να ζουν απομονωμένοι με μεγαλύτερη όμως ασφάλεια. Πέρα από την προσπάθειά τους να επιβιώσουν κάτω από αυτές τις συνθήκες, προσπαθούσαν να διαφυλάξουν και τα πολιτιστικά τους στοιχεία όπως τη γλώσσα τους, τα ήθη και τα έθιμα. Γι’ αυτόν τον λόγο, αναπόφευκτα δημιούργησαν δοξασίες, σύμβολα, τελετές, δεισιδαιμονίες και διάφορες παραδόσεις που εκφράζονταν μέσα από λαογραφικά στοιχεία όπως την προφορική λογοτεχνία (ποίηση), τη μουσική και τη λαϊκή τέχνη.
Η λαϊκή τέχνη είχε τις ρίζες της με μια μακραίωνη καλλιτεχνική παράδοση. Όμως, ο τρόπος ζωής των ανθρώπων εκείνης της εποχής και η αρμονική σχέση τους με τη φύση, μαζί με την απομόνωση και τη συγκέντρωσή τους σε κλειστά και απομακρυσμένα γεωγραφικά όρια (ορεινά και πεδινά χωριά ή νησιά), οδήγησαν στην άνθηση της λαϊκής τέχνης καθώς μ΄ αυτήν ασχολούνταν όλο και περισσότερο στην καθημερινότητά τους. Η λαϊκή τέχνη ήταν αποτέλεσμα μιας ομαδικής αισθητικής αντίληψης. Τα έργα της ήταν οικιακά σκεύη κατασκευασμένα από διάφορα υλικά (ξύλο, πηλό, χαλκό ή και σίδηρο), κομψοτεχνήματα από χρυσό και ασήμι, αλλά και υφαντά, κεντήματα, δαντέλες και πολλά άλλα είδη. Οι δημιουργοί τους δεν είχαν διδαχθεί την τέχνη σε σχολές, αλλά ήταν στις περισσότερες περιπτώσεις έμπειροι τεχνίτες. Στη λαϊκή τέχνη ξεχώρισαν κυρίως όσοι τεχνίτες ζούσαν στην ύπαιθρο. Με τα χέρια τους, έφτιαχναν όλα τα απαραίτητα αντικείμενα για τη ζωή τους, τα οποία εκτός από χρήσιμα προσπαθούσαν να τα κάνουν και όμορφα. Από οικιακά σκεύη, ενδύματα και εργαλεία, μέχρι μουσικά όργανα και διακοσμητικά αντικείμενα. Η κεραμική, η λιθογλυπτική, η μεταλλοτεχνία και η ξυλογλυπτική ήταν ορισμένες από τις μορφές της λαϊκής τέχνης που άνθισε κατά την ύστερη μεταβυζαντινή περίοδο.
Ήδη από τον 17ο αιώνα οι διάφορες συγκρούσεις με Ευρωπαϊκά κράτη, η πειρατεία στο Αιγαίο και οι αυξανόμενες εξεγέρσεις των χριστιανών, προκαλούσαν πολιτικές εντάσεις μέσα και έξω από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι εντάσεις αυτές, ανάγκασαν την Αυτοκρατορία να ασκήσει σε γενικές γραμμές μια ήπια πολιτική για όσους μη μουσουλάνους κατοικούσαν στην επικράτειά της. Οι Έλληνες χριστιανοί μπορούσαν πλέον να αναλάβουν αξιώματα και υψηλές κρατικές θέσεις, καθώς και να ελέγχουν το εμπόριο της ανατολικής Μεσογείου. Έτσι τον 18ο αιώνα, η μεγάλη εμπορική δραστηριότητα και η αύξηση της παραγωγής προϊόντων, έφεραν στους Έλληνες μεγάλη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, η οποία συνέβαλε με τη σειρά της στην πνευματική ανάπτυξη του λαού και στην άνθηση της τέχνης και των γραμμάτων.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες όλο και περισσότεροι Έλληνες έμποροι ταξιδεύουν και εγκαθίστανται τον 18ο αιώνα σε μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, στη Βενετία, τη Βιέννη, τη Μασσαλία, τη Μόσχα, τη Λειψία και αλλού. Ξεκινάει έτσι η εμφάνιση μιας νέας τάξης χριστιανών οθωμανών υπηκόων με εντονη γεωγραφική κινητικόιτητα και χαρακτηρστικά αστικής τάξης. Όταν επιστρέφουν στον τόπο τους, φέρνουν μαζί τους ένα μεγάλο μέρος από τις νέες ιδέες, τον υλικό και πνευματικό πλούτο της ελεύθερης Ευρώπης. Το υψηλό βιοτικό επίπεδό τους, η έντονη κοινωνική ζωή τους αλλά και η καλαισθησία και η αγάπη τους για την τέχνη και τα γράμματα, αντικατοπτρίζονται στις πολυτελείς κατοικίες που χτίζουν με την επιστροφή τους, στην Ήπειρο, στη Μυτιλήνη, στη Θεσσαλία (στα Αμπελάκια και το Πήλιο), καθώς και στα πλούσια αρχοντικά της Μακεδονίας στην Κοζάνη, την Καστοριά, τη Βέροια και τη Σιάτιστα.
Αυτήν ακριβώς την περίοδο αναπτύσσεται το κίνημα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, που στοχεύει στην πνευματική αναγέννηση του λαού, μέσω της μετακένωσης των ιδεών της φωτισμένης Δύσης και έχει ως απώτερο στόχο την ελευθερία του Γένους. Ταυτόχρονα η μεταφορά των ιδεών από τη Δύση συμβάλλει στη αναμόρφωση της ζωγραφικής των υπόδουλων Ελλήνων, που σταδιακά προσανατολίζονται σε νέες φόρμες και θέματα, σε μια προσπάθεια να μετακενώσουν στοιχεία από το ευρωπαϊκό μπαρόκ και το ροκοκό.
Στο χτίσιμο των επιβλητικών αρχοντικών και στην πλούσια εσωτερική τους διακόσμηση συνέβαλαν με την τέχνη τους έμπειροι τεχνίτες και λαϊκοί ζωγράφοι. Έτσι, η διακόσμηση των αρχοντικών κυρίως του 18ου αλλά και του 19ου αιώνα, έγινε η κινητήρια δύναμη της μεταβυζαντινής λαϊκής κοσμικής ζωγραφικής. Εντυπωσιακές τοιχογραφίες, ζωγραφισμένες από αγιογράφους και λαϊκούς ζωγράφους, θα στολίσουν, τους αιώνες αυτούς, τους τοίχους των αρχοντικών στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Οι λαϊκοί ζωγράφοι απλώνουν πάνω σε μεγάλες επιφάνειες χρώματα, σχέδια και μοτίβα, αντλώντας πολλά θέματα από ευρωπαϊκές χαλκογραφίες και λιθογραφίες και στη συνέχεια τα εμπλουτίζουν με τη φαντασία, την έμπνευση και τη μαεστρία τους, κάνοντάς τα μοναδικά. Τοπία, παραστάσεις πόλεων (κυρίως της Κωνσταντινούπολης), αλλά και μυθολογικά και ιστορικά θέματα βρίσκουν τη θέση τους στους τοίχους των αρχοντικών.
ΕΦΟΡΕΙΑ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΟΖΑΝΗΣ
Αρχαιολογικό Μουσείο Αιανής
50150, Αιανή Κοζάνης
efakoz [at] culture.gr