Μεσάνυχτα 6ης Μαρτίου 1844. Την πόλη της Σιάτιστας καλύπτει το σκοτάδι. Ησυχία παντού. Κάπου κάπου μόνο ακούγονται σκυλιά από μακριά.
Στο σπίτι του δασκάλου Δημήτριου Αργυριάδη όλοι κοιμούνται. Η φωτιά στο τζάκι είναι από ώρα σβησμένη. Τη σιωπή σπάει το εκκρεμές ρολόι που έφερε ο οικοδεσπότης από το Βουκουρέστι, όπου εργαζόταν τα τελευταία χρόνια ως εκπαιδευτικός και εκδότης εφημερίδας. Δώδεκα χτύποι κι ύστερα πάλι σιωπή. Και ξαφνικά μια κραυγή…».
– «Ααα! Θέλω να φύγω από δω», ακούγεται μια φωνή από τον καλό οντά του ισογείου. «Περίμενα να τελειώσει ο ζωγράφος την παράσταση για να δω ποιους θα έχω δίπλα μου, αλλά αυτό δεν το περίμενα ποτέ. Τι δουλειά έχω εγώ, ένα μεγάλο ψάρι του ωκεανού σε ένα ποτάμι»;
Το μεγάλο ψάρι της παράστασης δείχνει φοβερά απογοητευμένο. Αποφασίζει να πάει στην άλλη πλευρά του ποταμού για να σκεφτεί τι θα κάνει, αλλά η κίνηση το εμποδίζει. Καράβια, βάρκες, μικρότερα ψάρια, χήνες στέκονται εμπόδιο στη φυγή του. Τόσα πολλά που δεν μένει και πολύς χώρος για να κινηθεί.
– «Μα τι έκανε αυτός ο άνθρωπος; Τι “λαϊκό” έργο είναι αυτό; Αποκαλεί τον εαυτό του καλλιτέχνη; Τόσο πολύ φοβόταν να αφήσει λίγο χώρο για να κινηθεί κανείς ελεύθερα σ’ αυτό τον ποταμό; Πως θα περάσω τώρα»;
Κάνει μια απότομη κίνηση προκαλώντας μεγάλο κύμα που ταρακουνάει το καράβι που βρίσκεται δίπλα του.
– «Κρατηθείτε!» ακούγεται η φωνή του καπετάνιου από το κατάστρωμα. Πλησιάζουμε σε επικίνδυνο κήτος. Το νου σας ναύτες μου».
– «Ε, όχι κι επικίνδυνο κήτος καπετάνιε μου! Ένα απελπισμένο ψαράκι του ωκεανού είμαι που από λάθος ενός λαϊκού καλλιτέχνη βρέθηκα παγιδευμένο στο ποτάμι σας. Συγγνώμη αν ενοχλώ. Φεύγω», φωνάζει θυμωμένο και ξεκινάει για την άλλη πλευρά του ποταμού, για να ξεπεράσει τη στενοχώρια του. Στη διαδρομή ξεχνάει το θυμό του και χαζεύει την πόλη, τη Φρανκφούρτη όπως είδε ότι ονομάζεται στην επιγραφή στο κέντρο της ζωγραφιάς.
– «Φρανκφούρτη ε; Μμμ, περίεργο όνομα», σκέφτεται και πλησιάζει ξανά στο καράβι. «Συγγνώμη καπετάνιε, μήπως μπορείτε να μου πείτε που ακριβώς βρίσκεται αυτή η Φρανκφούρτη»;
Ο καπετάνιος σαστισμένος κοιτάζει το ψάρι. Έχει ακούσει για γοργόνες, αλλά όχι και για ψάρια που μιλούν. Το βλέπει που τον κοιτάζει απελπισμένο και του απαντά:
– «Βρίσκεται στη Γερμανία. Είναι μια σπουδαία πόλη και μεγάλο εμπορικό κέντρο».
– «Ευχαριστώ» απαντάει και αρχίζει να τριγυρίζει. Βλέπει μια γέφυρα και πάνω της στρατιώτες. Πλησιάζει και τη θαυμάσει από κοντά.
– «Τι κάνουν οι στρατιώτες εδώ; Προστατεύουν τη γέφυρα για να μην περνούν ξένα καράβια ή πρόκειται για συνοριοφύλακες;», σκέφτεται.
– «Έχει και τείχη και πύργους και ψηλά κτίρια. Μα, τι είναι αυτά στην κορυφή των πύργων; Αλλού βλέπω σταυρούς, κι αλλού ημισελήνους. Ζουν εδώ χριστιανοί και μουσουλμάνοι;», ψιθυρίζει. «Όχι, όχι είναι λάθος» φωνάζει με σιγουριά. Οι Οθωμανοί δεν ζουν εδώ. Άκουσα να το λέει κάποτε ένας ψαράς στο Βόσπορο. Να δεις που ο καλλιτέχνης πάλι τα θαλάσσωσε. Επηρεάστηκε από τη Σιάτιστα που ακόμα βρίσκεται στα χέρια των Τούρκων και νομίζει ότι το ίδιο συμβαίνει και με τη Φρανκφούρτη».
Πλησιάζει σε ένα μέρος του ποταμού όπου μεγάλα δέντρα πλαισιώνουν τις όχθες του. Στην αριστερή πλευρά του βλέπει στρατιώτες με κόκκινες φορεσιές πάνω σε άλογα να κάνουν ασκήσεις. Περνάει κάτω από μια εντυπωσιακή γέφυρα και παρατηρεί στα δεξιά της έξι μορφές με περίεργα στριφογυριστά καπέλα να το κοιτούν.
– «Τι περίεργα καπέλα που φορούν αυτοί οι άνθρωποι! Υποψιάζομαι ότι σ’ αυτή την πόλη δεν φορούν τέτοια. Μάλλον πρόκειται για κάποιο λάθος», μουρμουρίζει και συνεχίζει τη διαδρομή του αποφασίζοντας να μην κλαίει πλέον τη μοίρα του, αλλά να γνωρίσει κι άλλες πόλεις της Ευρώπης, τώρα που του δόθηκε η ευκαιρία. Αποφασίζει μάλιστα να συγχωρήσει και τον άγνωστο «λαϊκό», όπως τον αποκάλεσε, ζωγράφο της παράστασης που το τοποθέτησε εκεί, χωρίς την άδειά του.